δασονόμος

δασονόμος
ο, η
κρατικός υπάλληλος που ασκεί καθήκοντα φύλαξης δάσους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δασονόμος — ο δασικός υπάλληλος ο οποίος ασκεί διοικητικά και αστυνομικά καθήκοντα σε κάποια περιφέρεια τού δασαρχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + νομος < νέμω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • αστυνόμος — ο (Α ἀστυνόμος) νεοελλ. 1. ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας 2. προϊστάμενος αστυνομικού σταθμού, τμήματος κ.λπ. μσν. ο αστός, αυτός που κατοικεί σε πόλη αρχ. 1. αυτός που προστατεύει την πόλη α) «ἀστυνόμαι θεαί» 6) «ἀστυνόμαι ἀγλαΐαι» επίσημες …   Dictionary of Greek

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δασονομία — η η εποπτεία και διαφύλαξη τών δασών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασονόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • δασονομείο — το 1. τοπική δασική αρχή η οποία υπάγεται υπηρεσιακώς στο δασαρχείο και διοικείται από δασονόμο 2. τα γραφεία τής υπηρεσίας τού δασονομείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασονόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • δασονομικός — ή, ό 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δασονομία ή στον δασονόμο («δασονομικός σταθμός») 2. το αρσ. ως ουσ. δασονομικός ο υπάλληλος τού δασονομείου, ο δασονόμος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δασονομικά το σύνολο τών γνώσεων που αναφέρονται στα δάση… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξανδρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελής. Αγωνιστής από τα Γαράτσα της Μεσσηνίας. Υπηρέτησε αρχικά υπό τις διαταγές του Μήτρου Πέτροβα. Πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Καρύταινα, το Βαλτέτσι, την Τρίπολη, το Άργος, την Κόρινθο κ.α. 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”